ῥᾳδιουργία

ῥᾳδιουργία
ῥᾳδιουργίᾱ , ῥᾳδιουργία
self-indulgence
fem nom/voc/acc dual
ῥᾳδιουργίᾱ , ῥᾳδιουργία
self-indulgence
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ῥᾳδιουργίᾳ — ῥᾳδιουργίαι , ῥᾳδιουργία self indulgence fem nom/voc pl ῥᾳδιουργίᾱͅ , ῥᾳδιουργία self indulgence fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ραδιουργία — η / ῥᾳδιουργία, ΝΜΑ [ραδιουργός] η ενέργεια τού ραδιούργου, ύπουλη και μυστική σκευωρία που γίνεται για να βλάψει κάποιον, μηχανορραφία, δολοπλοκία αρχ. 1. ευκολία, ευχέρεια στο να κάνει κανείς κάτι 2. το να κάνει κανείς κάτι χωρίς κόπο ή χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • ραδιουργία — η μηχανορραφία, δολοπλοκία, πανουργία: Ήταν ονομαστή για τις ραδιουργίες της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥᾳδιουργίας — ῥᾳδιουργίᾱς , ῥᾳδιουργία self indulgence fem acc pl ῥᾳδιουργίᾱς , ῥᾳδιουργία self indulgence fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥᾳδιουργίαι — ῥᾳδιουργία self indulgence fem nom/voc pl ῥᾳδιουργίᾱͅ , ῥᾳδιουργία self indulgence fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαιδιουργίαι — ῥᾳδιουργία self indulgence fem nom/voc pl ῥαιδιουργίᾱͅ , ῥᾳδιουργία self indulgence fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥᾳδιουργίαν — ῥᾳδιουργίᾱν , ῥᾳδιουργία self indulgence fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥᾳδιουργίαις — ῥᾳδιουργία self indulgence fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ραδιουργικός — ή, ό, Ν [ραδιουργία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ραδιουργία 2. (για πρόσ.) αυτός που χρησιμοποιεί ραδιουργίες ή αυτός που ρέπει προς τη χρήση ραδιουργιών. επίρρ... ραδιουργικώς / ῥᾳδιουργικῶς ΝΜ, και ραδιουργικά Ν με ραδιουργικό τρόπο,… …   Dictionary of Greek

  • Σίλερ, Γιόχαν Κρίστοφ Φρήντριχ φον- — (Schiller). Γερμανός ποιητής και δραματογράφος (Μάρμπαχ, Βυρτεμβέργη 1759 Βαϊμάρη 1805). Στο Λούντβιχσμπουργκ, όπου είχε εγκατασταθεί η οικογένεια του από το 1766, ο νεαρός Σ. μεγάλωσε σε επαφή με τη μεγαλοπρεπή αυλική ζωή και είχε την ευκαιρία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”